Κείμενο της Clandestina για το Beyond Europe
Για να κατεβάσετε το pdf: Beyond
……………………………………………………………………………………………………………………………..
Αναδημοσίευση από: https://skalalakonias.wordpress.com
Κοινή ανακοίνωση για τις τελευταίες διώξεις σε βάρος της Πακιστανική κοινότητας στην Λακωνία που θα μοιραστεί σε Αθήνα, Σκάλα Λακωνίας, Χανιά τις επόμενες μέρες
Το περασμένο καλοκαίρι πάνω από 800 Πακιστανοί μετανάστες, εργάτες γης κατέβηκαν σε απεργία, αντιδρώντας στα άθλια μεροκάματα στα σκλαβοχώραφα πορτοκαλιών στην περιοχή του Ευρώτα, καθώς και για τις καθημερινές ρατσιστικές επιθέσεις και ξυλοδαρμούς από την αστυνομία και τους ντόπιους φασίστες (μεταξύ αυτών και τον δήμαρχο Γρυπιώτη – που υποστηρίζεται από την άκρα δεξιά και τον ΣΥΡΙΖΑ). Η απεργία αυτή υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στους τοπικούς αγώνες, αν όχι η μοναδική. Οι Πακιστανοί μετανάστες έδειξαν πως όταν οι κοινότητες των μεταναστών οργανώνονται, μπορούν να σπείρουν τον τρόμο στον εθνικό κορμό. Αυτός είναι και ο λόγος που από τότε – το καλοκαίρι του 2014 – μέχρι και σήμερα η εκδικητική μανία των ντόπιων ρατσιστών και της κρατικής καταστολής έχουν χτυπήσει κόκκινο.
Από το περασμένο καλοκαίρι μέχρι και σήμερα οι αστυνομικές επιχειρήσεις εναντίον τους συνεχίζονται με αμείωτη ένταση. Τις τελευταίες μέρες, μάλιστα, έχουν και την σφραγίδα της ‘αριστεράς χείρας’ του κράτους, αποδεικνύοντας πως το κράτος πράγματι έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως χρωμάτων και ρητορικών. Μόλις πριν 3 μέρες τα συνεργεία συγκομιδής πορτοκαλιών σταμάτησαν τις εργασίες τους ξανά γιατί οι ελάχιστοι Πακιστανοί που έχουν απομείνει στην περιοχή κρύβονται. Το ίδιο συμβαίνει και σε μαγαζιά της Πακιστανικής κοινότητας που ενώ οι μπάτσοι ξέρουν ότι όλα είναι νόμιμα, με άδειες λειτουργίας κλπ, συνεχίζουν να κάνουν πόλεμο νεύρων στους Πακιστανούς ιδιοκτήτες.
Δεν ξεχνάμε ότι η “ευρεία κοινωνική συναίνεση”, αυτό το “μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί” του ελληνικού κράτους αυτές τις μέρες στην Ευρώπη, έχει στον αφανή πάτο του την με κάθε τρόπο εκμετάλλευση και καθυπόταξη των μεταναστών στην ελλάδα. Πολύ περισσότερο, δε, όταν αυτές αμφισβητούνται έμπρακτα από τους αγώνες των ίδιων των μεταναστών –όπως στην περίπτωση των Πακιστανών μεταναστών στη Σκάλα Λακωνίας. Σε αυτή την ευρεία κοινωνική συναίνεση, αυτή την εθνική ομοψυχία και τους φορείς της στέλνουμε τα δικά μας υπομνήματα…
Κάτω τα Ξερά σας από την Πακιστανική κοινότητα στην Σκάλα Λακωνίας!
Άμεση απελευθέρωση των μεταναστών από τα στρατόπεδα κράτησης και παύση κάθε διαδικασίας απέλασης τους!
Να πεθάνει η ελλάδα, να ζήσουμε εμείς, στο διάολο οι φασίστες, στο διάολο κι η πατρίς!
Αυτόνομη πρωτοβουλία ενάντια στη λήθη
Antifa Negative
για την άρση των προνομίων
Σύντροφοι/ισσες από Μεσσηνία και Λακωνία
Φεβρουάριος 2015
………………………………………………………………………………………………………………..
ΟΥΤΕ ΚΕΝΤΡΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΟΥΤΕ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΟΡΑΤΟΥΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Προκήρυξη της κατάληψης Παπουτσάδικο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών: το pdf εδώ
…………………………………………………………………………………………………………………
Σπάμε το φόβο – βγαίνουμε στο δρόμο
Τη χωρά αυτή θα τη γνωρίσεις καλά μόνο αν καταφέρεις να περάσεις το φράχτη στον Έβρο, μόνο αν δεν πνιγείς κάπου στο Αιγαίο. Από τα κέντρα κράτησης στην αμυγδαλέζα, την Κόρινθο, το Παρανέστι μέχρι την Πατησίων, την πλατεία Αμερικής, την Αχαρνών, η καθημερινότητα για όσους και όσες έχουν το λάθος χρώμα ή τα λάθος χαρτιά είναι ασφυκτική. Ή μάλλον αφόρητη.
Στο κέντρο της πόλης αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Χωρίς χαρτιά σου είναι αδύνατο να δουλέψεις. Αλλά κι όταν βρίσκεις δουλειά, είναι μαύρα, χωρίς ασφάλιση με το αφεντικό να σε κάνει ό,τι θέλει, κι εσύ να είσαι αναγκασμένος/-η να το υπομένεις γιατί αλλιώς θα καλέσει τους μπάτσους. Χωρίς χαρτιά δεν μπορείς να κινηθείς ελεύθερα, να επισκεφτείς τους γονείς και τις/τους φίλες/-ους σου. Χωρίς χαρτιά, όταν αρρωσταίνεις, δεν είσαι σίγουρος/-η αν το νοσοκομείο θα σε δεχτεί. Χωρίς χαρτιά, ο νοικάρης σου, αν του καθυστερήσεις λίγο το νοίκι, είναι έτοιμος να σε πετάξει στο δρόμο κι εσύ ή θα πληρώσεις ή θα φύγεις γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Χωρίς χαρτιά, δεν μπορείς καν να κυκλοφορήσεις στο δρόμο, συχνά κλείνεσαι σπίτι σου όταν πέφτει ο ήλιος. Και όταν μαζεύεις το θάρρος και τελικά βγαίνεις έξω, περπατάς διστακτικά και γεμάτος/-η φόβο. Κάθε έξοδος από το σπίτι είναι σαν περιπέτεια, βγαίνεις και δεν ξέρεις αν θα ξαναγυρίσεις, γιατί ένα μέρος όπου σίγουρα μπορεί να πας…
…είναι τα στρατόπεδα κράτησης ή κάποιο αστυνομικό τμήμα. «Είναι ένας απ’ τους τρόπους που έχει βρει το ελληνικό κράτος και η αστυνομία για να βασανίζει τους μετανάστες. Πολλοί μετανάστες στη σκέψη και μόνο ότι είναι εκεί μέσα χωρίς να ξέρουν πότε θα βγουν φτάνουν στο σημείο να τρελαίνονται. Εκεί μέσα δεν μας παρέχουν τίποτα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιμάσαι. Η ζέστη το καλοκαίρι είναι αφόρητη. Το φαγητό είναι κακό και πολύ λίγο. Δεν μας δίνουν φάρμακα, ούτε ρούχα, αλλά ακόμα και όταν κάποιος είναι άρρωστος αυτός που θα κρίνει αν θα μπορέσει να δει γιατρό είναι οι ίδιοι οι μπάτσοι, οι οποίοι πάντα το καθυστερούν ή και αδιαφορούν τελείως. Οι μετανάστες δε μπορούν να επικοινωνήσουν με τις οικογένειες τους αφού τους απαγορεύεται να έχουν τηλέφωνα ενώ τα επισκεπτήρια διαρκούν ελάχιστο χρόνο και αυτό επαφίεται κάθε φορά στους εκάστοτε μπάτσους. Οι μεταγωγές είναι συχνό φαινόμενο, και πάγια μορφή τιμωρίας δυσκολεύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την επικοινωνία με τους δικούς μας ανθρώπους. Οι αστυνομικοί μπαίνουν όποτε θέλουν στα κελιά και χτυπούν τον κόσμο. Μας συμπεριφέρονται σαν αντικείμενα, σα να μην είμαστε άνθρωποι. Και όταν μετά από ένα 18μηνο ή και παραπάνω μας αφήνουν, αν δε μας έχουν απελάσει στο μεταξύ, βγαίνουμε έξω με ένα χαρτί που λέει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη χώρα. Και όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή είμαστε μετανάστες».
Δεν είναι μόνο αυτά όμως. Είναι και όλα εκείνα που συνέβαιναν και συνεχίζουν να συμβαίνουν καθημερινά ακόμα κι αν δεν έχεις καταλήξει σε κάποιο κέντρο κράτησης, ακόμα κι αν έχεις χαρτιά. Είναι το 2ωρο ή και ολόκληρη η νύχτα που θα αναγκαστείς να περάσεις στο αλλοδαπών όταν ο μπάτσος που είδε τα χαρτιά σου θέλει να σιγουρευτεί ότι όντως είσαι εσύ. Είναι οι γνωστοί φασίστες αστυνομικοί που παραμένουν στην αστυνομία χωρίς να τους ελέγχει κανείς. Είναι οι νόμοι που επιτρέπουν στους μπάτσους να σε συλλάβουν έχεις δεν έχεις χαρτιά βαφτίζοντάς σε ‘κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια’. Είναι η κατάσταση στα τραίνα και στα λεωφορεία, όταν οι περισσότεροι δεν κάθονται στη θέση δίπλα σου, όταν ανταλλάζουν ματιές μεταξύ τους, όταν σε κοιτάνε και ξέρεις ότι θα προτιμούσαν να κατέβεις. Είναι η συμπεριφορά των μπάτσων στους ελέγχους που δεν τους φτάνει να δουν τα χαρτιά, θέλουν να σε εξευτελίσουν, να σου δείξουν ότι δεν είσαι τίποτα, όταν σε ρωτάνε ξανά και ξανά από πού είσαι, γιατί δεν γυρίζεις πίσω, τι κάνεις εσύ εδώ, όταν αφού δουν τα χαρτιά, τα πετάνε κάτω και σου λένε μάζεφτα. Είναι όλα αυτά που σε κάνουν να σκέφτεσαι «γιατί δε γυρνάω πίσω; Ακόμα κι εγώ αναρωτιέμαι συχνά. Γιατί να μένω σε μια χώρα που με βλέπουν σα ξένο, σαν απειλή, σαν κάποιον που ευθύνεται για ό,τι κακό συμβαίνει στη ζωή τους. Γιατί μέρα παραμέρα ξαναμαθαίνεις ότι δεν ανήκεις εδώ».
Εδώ όμως είναι και εκείνοι και εκείνες που δε φοβούνται, που ξεπερνούν μαζί, στηρίζοντας ο ένας την άλλη τους φόβους τους και αγωνίζονται ενάντια στην καθημερινή καταπίεση. Είναι όσοι συμμετείχαν σε εξεγέρσεις και απεργίες πείνας στα στρατόπεδα κράτησης. Είναι οι μετανάστες που εξεγέρθηκαν στο στρατόπεδο κράτησης της Αμυγδαλέζας τον Αύγουστο του 2013 ενάντια στις άθλιες συνθήκες, την απουσία ιατρικής περίθαλψης και την παράταση του χρόνου κράτησης. Είναι οι ίδιοι μετανάστες που με την υποστήριξη αλληλέγγυων ντόπιων κατάφεραν να αθωωθούν στη δίκη τους ένα χρόνο μετά την εξέγερση. Είναι οι μετανάστες που εργάζονταν στα χωράφια της Σκάλας Λακωνίας και της Μανωλάδας, στο εργοστάσιο ανακύκλωσης στον Ασπρόπυργο και στα ψαράδικα της Νέας Μηχανιώνας και ενώθηκαν όλοι μαζί για να απεργήσουν ενάντια στα άθλια μεροκάματα και τις συνεχείς ρατσιστικές επιθέσεις της αστυνομίας. Είναι οι μετανάστες στην Ερμού και την Ασοεε που δίπλα δίπλα με αλληλέγγυους ντόπιους αντιστάθηκαν ξανά και ξανά στις επιθέσεις αστυνομίας και φασιστών για να υπερασπιστούν το να μπορείς να βγάζεις τα προς ζην πουλώντας πράγματα στο δρόμο.
Αυτούς τους αγώνες αλλά και άλλους μικρούς, καθημερινούς που δίνει ο καθένας κι η καθεμία μόνος του/μόνη της μαζί και με τις απλές χειρονομίες αλληλεγγύης από ντόπιους, τους θυμόμαστε γιατί μας δίνουν δύναμη για το μέλλον. Δύναμη για να δούμε ότι έχει έρθει η στιγμή να κοιτάξουμε πέρα από το φόβο και να αγωνιστούμε για μία ζωή με αξιοπρέπεια. Να φωνάξουμε χαρτιά για όλους-ες από το πρώτο δευτερόλεπτο και χωρίς προϋποθέσεις, να διεκδικήσουμε να κλείσει και το τελευταίο στρατόπεδο κράτησης ή φιλοξενίας μεταναστών, να κατακτήσουμε μία καθημερινότητα χωρίς ρατσισμό και συνεχείς εξευτελισμούς από την αστυνομία.
ΣΠΑΜΕ ΤΟ ΦΟΒΟ
ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
συνέλευση μεταναστών & αλληλέγγυων ασοεε
…………………………………………………………………………………………………………….
Κάποιες σκέψεις αναφορικά με το δικαστήριο για την εξέγερση της Αμυγδαλέζας
Σημείωση! Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν περίπου μια βδομάδα και στόχος μας ήταν να δημοσιευτεί άμεσα. Ωστόσο λόγω των τελευταίων γεγονότων αυτό δε έγινε με αποτέλεσμα η δημοσίευσή του να έρχεται μετά τους θανάτους των μεταναστών των τελευταίων ημέρων και ό,τι αυτών επακολούθησε.
Σε ό,τι ακολουθεί, επιδιώκουμε να μοιραστούμε κάποιους πολιτικούς προβληματισμούς με αφορμή την εμπειρία της δίκης των κατηγορουμένων για την εξέγερση στην Αμυγδαλέζα. Μια υπόθεση, την οποία παρακολουθήσαμε από την αρχή και συμβάλλαμε ενεργά με τις μικρές μας δυνάμεις στην ηθική, πολιτική, υλική και νομική στήριξη των κατηγορουμένων.
Τη Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2014, ολοκληρώθηκε στο δεύτερο ορκωτό δικαστήριο Αθηνών η δίκη των κατηγορούμενων μεταναστών για την εξέγερση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αμυγδαλέζας τον Αύγουστο του 2013. Στην ετυμηγορία του το δικαστήριο έκρινε ως αθώους τους περίπου τριάντα μετανάστες που οδηγήθηκαν στη Δέγλερη. Στην αθωωτική απόφαση ήρθε να προστεθεί η απελευθέρωση των μεταναστών από τους μπάτσους1 λίγες μέρες μετά.
Θα μπορούσε να ειπωθεί πως η δίκη έκλεισε με το καλύτερο δυνατό σενάριο. Ωστόσο, για τους κατηγορούμενους μετανάστες η ταλαιπωρία και οι διώξεις δεν σταματούν εδώ. Για αυτούς, οι λέξεις αθώωση και αποφυλάκιση δεν σηματοδοτούν, ούτε το τέλος μιας παράλογης τιμωρίας, ούτε μια νέα αρχή σ’ ένα περιβάλλον όπου θα μπορούσαν, όπως εμείς, να δοκιμάσουν και να φθείρουν τις δυνάμεις τους. Οι μετανάστες «χωρίς χαρτιά» παραμένουν καταστατικά αποκλεισμένοι από αυτήν τη δυνατότητα, δέσμιοι σ’ έναν κύκλο ακραίας επισφάλειας, αποκλεισμένοι από το βασικό σώμα των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων της ιδιότητας του πολίτη, διαρκώς παράνομοι ή στα όρια της παρανομίας, εκτεθειμένοι οποιαδήποτε ώρα στους μπάτσους και τους ντόπιους ρατσιστές, εγκλωβισμένοι στις καφκικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, αρκετοί από τους αθωωμένους μετανάστες βρίσκονται ξανά χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν. Η προθεσμία των 30 ημερών για να εγκαταλείψουν τη χώρα έχει ήδη λήξει και στους δρόμους οι αστυνομικοί έλεγχοι συνεχίζονται…
Αυτή η αδυσώπητη πραγματικότητα του κανόνα της εξωδικαιϊκής/διοικητικής διαχείρισης της μετανάστευσης ρίχνει τη σκιά της στα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτή τη δίκη. Η δικαστική απόφαση αυτή καθ’ αυτή φαίνεται να έχει μικρή ονομαστική αξία, δεδομένου ότι η τυπική μορφή του νομικού διαγγέλματος «αθώοι», δεν έχει καμιά πρακτική ισχύ μπροστά στη ρατσιστική υλικότητα που διαμεσολαβεί τις ζωές των μεταναστών και μεταναστριών.
Η δικαστική εξουσία εδώ υπολείπεται εμφανώς της εκτελεστικής, μια ακόμη περιοχή εξαίρεσης στην θρυμματισμένη επιφάνεια του πραγματικού. Οι μετανάστες «χωρίς χαρτιά», παγιδευμένοι εντός νομικής ισχύος και εκτός του γράμματος του νόμου, αναγνωρίζονται ως πλήρη υποκείμενα δικαίου, μόνο την στιγμή που τους απαγγέλλονται οι ποινές από την έδρα του δικαστηρίου. Και εκεί το δικαστικό σύστημα κάνει καλά τη δουλειά του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε το 65% των ποινικού πληθυσμού της χώρας να αποτελείται από μετανάστες. Η δίκη, λοιπόν, των υποτιθέμενων «πρωταίτιων και υποκινητών» της εξέγερσης βρισκόταν σε ένα κομβικό σημείο συνάντησης μεταξύ ποινικού και διοικητικού εγκλεισμού∙ μια διαπίστωση, η οποία αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο για την πολιτική μας κινητοποίηση.
Από τις πρώτες συνεδρίες έγινε ξεκάθαρο ότι το κατηγορητήριο δεν θα μπορούσε να σταθεί σ’ ένα δικαστήριο το οποίο τηρεί στοιχειωδώς τα προσχήματα. Παρ’ όλα αυτά, διατηρήσαμε τις επιφυλάξεις μας, έχοντας πάντα κατά νου ότι η αυτονομία των θεσμών απονομής δικαιοσύνης είναι διάτρητη, όταν διακυβεύονται σοβαρά μαφιόζικα ή κρατικά συμφέροντα (βλ. την αθώωση τον φεουδαρχών της Μανωλάδας), και σχετική, καθώς εξαρτάται defacto από την ευρύτερη πολιτική συγκυρία, η οποίο οριοθετεί το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί μια ετυμηγορία. Επειδή, λοιπόν, σ’ ένα δικαστήριο η αθώωση ενός αθώου μετανάστη δεν είναι ποτέ δεδομένη και επειδή οι μπάτσοι δεν μας έχουν συνηθίσει να απελευθερώνουν κόσμο όταν μπορούν να τον κρατήσουν, οι συγκεκριμένες αποφάσεις είναι ανοιχτές σε μια σειρά από εκτιμήσεις. Σκοπός αυτής της αναζήτησης δεν είναι να περιγραφεί ένα ακριβές αιτιακό σχήμα, αλλά να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές οι αποφάσεις υπήρξαν δυνατές.
Από την στιγμή που αποφασίσαμε να εμπλακούμε ενεργά στη δίκη για την εξέγερση της Αμυγδαλέζας, είχαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την πιθανότητα μιας άσχημης εξέλιξης. Σκεφτήκαμε ότι το κράτος θα μπορούσε να αναγνωρίσει αυτή τη δίκη ως μια περίσταση με πολιτική σημασία για το ίδιο και να επιδιώξει την παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων για τη μεγαλύτερη σε ένταση εξέγερση ενάντια στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσής του. Επιπλέον, αν τα πράγματα λειτουργούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, μας απασχόλησε το ενδεχόμενο ότι η ανοιχτή πολιτική υπεράσπιση των κατηγορουμένων από μέρους του α/α/α/ χώρου θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει επιβαρυντικά για τους ίδιους τους μετανάστες. Τελικά, στην πράξη φάνηκε ότι το κράτος δεν έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προετοιμασία και την κατάληξη αυτής της δίκης, ούτε παρενόχλησε ουσιαστικά τις κινήσεις αλληλεγγύης πριν και κατά τη διάρκειά της. Αυτό, βέβαια, δεν αποτυπώνει μια αδιαφορία για την εξέγερση αυτή καθ’ αυτή. Κάθε άλλο, αφού η «δουλειά» που έπρεπε να γίνει, έχει γίνει και με το παραπάνω πριν την έναρξη της δίκης. Οι μηχανισμοί έδρασαν άμεσα και σε βάθος χρόνου: την παραδειγματική και βίαιη καταστολή συνόδευσαν τα ρεπορτάζ για αστυνομικούς που κινδύνευσαν και πολεμοχαρείς μετανάστες∙ τις διώξεις και τις προφυλακίσεις ακολούθησαν η σκλήρυνση των συνθηκών και μια αντιεξεγερτική στρατηγική, που με χειρουργικές επεμβάσεις στόχευε πρωτίστως στην πρόληψη.
Οι μπάτσοι, αν τους δούμε δικαστικά, δεν προετοιμάστηκαν για αυτήν τη δίκη. Κι ένα ερώτημα είναι το γιατί. Ίσως, διότι η παραπομπή σε δίκη περίπου 70 ανθρώπων αποτελεί την κατάληξη μιας αλληλουχίας διωκτικών πρακτικών, οι οποίες δεν έχουν φτιαχτεί για να είναι επωφελείς δικαστικά. Οι μπάτσοι της Αμυγδαλέζας στήσανε μια υπόθεση χρησιμοποιώντας μέσα και τεχνικές που εξυπηρετούν ένα μοντέλο στρατιωτικής διαχείρισης της ζωής των μεταναστ(ρι)ών. Την στήσανε με την ίδια αλαζονεία και την ίδια απαξίωση που αντιμετωπίζουν καθημερινά τους κρατουμένους. Η απουσία μιας στοιχειώδους μέριμνας για τήρηση της προανακριτικής διαδικασίας εκφράζει ακριβώς αυτήν την στάση. Άλλωστε, οι μπάτσοι δεν επενδύουν τόσο στις δίκες, όσο στις προφυλακίσεις και στη δουλειά που γίνεται το χρόνο της σύλληψης. Δεν δικάζουν στα δικαστικά μέγαρα, αλλά στα κρατητήρια, στα ανακριτικά γραφεία, στους δρόμους της πόλης, πίσω από τα συρματοπλέγματα. Εκεί παράγουν τη δική τους οικονομία διαχείρισης. Ο χρόνος τους είναι ο ενεστώτας: ο χρόνος μέσα στον οποίο ο παραδειγματισμός του φόβου λειτουργεί καλύτερα∙ ο ξεγύμνωμα και το ξύλο εκείνη την ώρα∙ οι μεταγωγές και η νέα μοναξιά των νέων μπουντρουμιών. Μια καταδίκη σε χρονική απόσταση από το εξεγερτικό γεγονός έχει να προσφέρει ελάχιστα στον παραδειγματισμό αυτό.
Το γεγονός πάντως παρέμεινε: οι μπάτσοι ήταν απροετοίμαστοι για δίκη. Έτσι, η έδρα φιλελεύθερη, που δεν της έλειπαν τα ρατσιστικά μαργαριτάρια, σκληρή, αδέκαστη, με σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα (μάλιστα παραδέχτηκε την ανυπαρξία αξιόπιστου ανθρωπιστικού θεσμικού πλαισίου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη) και πρόθυμη να ακούσει όλο το φάσμα των απόψεων (με αποκορύφωμα το ρατσιστικό ντελίριο2 ενός από τους συνήγορους υπεράσπισης της νομικής βοήθειας του κράτους3), πλην, όμως, με χιούμορ, καπατσοσύνη και αυστηρότητα, νουθετούσε τους μπάτσους και τις μπατσίνες μάρτυρες κατηγορίας, που ένας-ένας και μία-μία ξεφτιλίζονταν ενώπιον της «δικαιοσύνης». Τους είδαμε να ψευδορκούν, με υπηρεσιακή λογική και συνέπεια να σκύβουν το βλέμμα μπροστά στις ερωτήσεις της έδρας και των δικηγόρων, πολλοί να παραδέχονται το ψεύδος τους, βρισκόμενοι σε ένα πεδίο που δεν το ορίζουν οι ίδιοι. Διατηρώντας, όμως, πάντα την κυριαρχία πίσω από τα συρματοπλέγματα, στους δρόμους και τις πλατείες, στις σκοτεινές γωνίες της πόλης, κάθε πόλης. Και επειδή δεν δικάζονταν οι ίδιοι, η ψευδομαρτυρία τους επισφράγισε την αθωότητα των κατηγορούμενων, αλλά κι η αμνησία τους παρέμεινε αναφαίρετο υπηρεσιακό δικαίωμα. Γιατί είναι άλλο πράγμα να ρωτάς το δήμιο αν θυμάται και άλλο να ρωτάς το τσεκούρι του. Γιατί είναι παρωδία να βλέπεις να απολογείται αυτός που κατηγορεί. Σε αυτήν την αντιστροφή των νοημάτων, που καθένας και καθεμία από τους μπάτσους και τις μπατσίνες γλίστρησαν, διαφάνηκε μια νίκη των μπάτσων, ως ακριβώς τα υποκείμενα αυτής της αντιστροφής. Η «νόμιμη» βία απολογείται συχνά, αλλά πολύ σπάνια θα βρεθεί να «δικάζεται».
Ωστόσο, η ανεπάρκεια του κατηγορητηρίου και η έλλειψη κρατικού ενδιαφέροντος δεν υποβαθμίζουν, ούτε τη δουλειά της προετοιμασίας της νομικής υπεράσπισης, ούτε τη σημασία της κινηματικής παρουσίας, η οποία θα μπορούσε να είναι και μαζικότερη. Από την πρώτη μέρα περίπου ξεκαθαρίστηκε ότι η υπεράσπιση είχε προετοιμαστεί, ένα μικρό πλήθος αλληλέγγυου κόσμου είχε ανταποκριθεί στο κάλεσμα του nolager, οι μετανάστες δεν ήταν μόνοι τους και μια δίκη-παρωδία δεν θα ήταν επιτρεπτή. Δόθηκε, τέλος, η υπόσχεση ότι η δίκη θα είχε κάποια ανταπόκριση στη δημόσια σφαίρα. Η καλή στάση των δικηγόρων μας συμπαρέσυραν και τους υπόλοιπους συνήγορος υπεράσπισης στις υπερασπιστικές τους γραμμές. Σημαντική, λοιπόν, η παρουσία μας, τόσο σε νομικό, όσο και σε κινηματικό επίπεδο. Όμως, στην αίθουσα του δικαστηρίου λειτούργησε εντός πλαισίου δημοκρατίας. Για το δικαστήριο και τους μπάτσους δεν ήμασταν τίποτε περισσότερο από έλληνες πολίτες που ασχολούνται με το ζήτημα και αυτό στην παρούσα συγκυρία δεν φάνηκε να τους ενοχλεί ιδιαίτερα.
Τέλος, ένα μικρό σχόλιο για την παρουσία της αριστεράς στην διαδικασία της δίκης. Στην πραγματικότητα, πλην του ΚΕΕΡΦΑ, το οποίο έως ένα βαθμό στήριξε νομικά και πολιτικά τη δίκη, καμία άλλη οργανωμένη δύναμη δεν έκανε τον κόπο να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη. Για την ακρίβεια έκαναν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: προσπάθησαν να καρπωθούν την κινηματική προσπάθεια αλληλεγγύης, εμφανιζόμενοι ως σημαντικοί συντελεστές της4 και εξάντλησαν την αλληλεγγύη τους μέσα από ανακοινώσεις και δελτία τύπου. Καμία έκπληξη ως προς αυτά.
Ας εξετάσουμε τώρα την υπόθεση, ότι εδώ και κάποιο διάστημα βρισκόμαστε εντός μιας διαδικασίας μετατόπισης στις τακτικές διαχείρισης της μετανάστευσης, προς μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση, όπου δίπλα στην αστυνομική διαχείριση επανεισάγεται η ανθρωπιστική μέριμνα. Μια υπόθεση, η οποία ακόμη και αν ισχύει όπως υποστηρίζουμε εδώ, ίσως να μην είχε μεγάλη συμμετοχή στην αθωωτική απόφαση (δεδομένου ότι έχουν υπάρξει κι άλλες αθωωτικές αποφάσεις για παρόμοιες υποθέσεις τα τελευταία δύο χρόνια), μπορεί ωστόσο να σχετίζεται με τη σε δεύτερο χρόνο απόφαση των μπάτσων να αφήσουν ελεύθερους τους μετανάστες. Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι μιλάμε για μετατόπιση, εξορθολογισμό και εμπλουτισμό των τακτικών και μεθόδων διαχείρισης, και όχι για αλλαγές που σχετίζονται με τη γενική στρατηγική. Αυτή παραμένει προσηλωμένη στην οργάνωση του περιληπτικού αποκλεισμού των μεταναστών, με βασικά εργαλεία την παρανομοποίηση, το ρατσιστικό στιγματισμό και τον εντατικό/δολοφονικό έλεγχο των συνόρων.
Οι πρώτες ενδείξεις προς μια κατεύθυνση φιλελευθεροποίησης εμφανίζονται ήδη από το καλοκαίρι του ’14 και πυκνώνουν το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Η ανάληψη δε της κυβέρνησης από το σύριζα αναμένεται να ενισχύσει αυτήν την κίνηση. Πριν, όμως, φτάσουμε στο διάστημα όπου εξελίσσεται το δικαστήριο, ας γυρίσουμε 20 μήνες πίσω: στη γενέθλια εκδήλωση της πρωτοβουλίας τότε nolager. Μιλώντας για το ρατσισμό ως αναγκαία προϋπόθεση για την ίδρυση των κέντρων κράτησης, κάναμε λόγο για δύο φαινομενικά αντιτιθέμενους πόλους, που τον συγκροτούν ως ένα γενικευμένο κοινωνικό φαινόμενο. Από τη μία τον «δεξιό», που αναπαριστά τους μετανάστες μέσα από την πολιτική ορολογία του εχθρού και προκρίνει μια ανοιχτά πολεμική διαχείριση, και από την άλλη, τον «αριστερό», που εστιάζει σε μια θυματοποιητική αφήγηση, προκρίνοντας μια πιο ορθολογική/ανθρωπιστική μεταχείριση. Αυτοί οι δύο πόλοι, όπως και σ’ έναν μαγνήτη, έλκουν ο ένας τον άλλον και δημιουργούν ένα περίφρακτο πεδίο, που ορίζει το διανοήσιμο αναφορικά με την στάση απέναντι στους μετανάστες. Αυτό το κοινό πεδίο ορίζεται στη βάση δύο βασικών συμφωνιών: την αναγνώριση ότι η μετανάστευση συνιστά ένα πρόβλημα μείζονος σημασίας, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα από ειδικές κρατικές παρεμβάσεις, και την πεποίθηση ότι οι μετανάστες είναιdefacto διαχωρισμένοι από το πολιτικό και κοινωνικό σώμα, το οποίο μπορεί να νοηθεί μοναχά ως εθνικό.
Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα δύο σώματα λόγων και πρακτικών μπορούν να λειτουργούν την ίδια στιγμή ανταγωνιστικά και αλληλοσυμπληρούμενα. Έτσι λειτουργεί το πράγμα δεκαετίες στην ευρώπη. Δίπλα στον μπάτσο ο κοινωνικός λειτουργός, δίπλα στις ρατσιστικές πολιτικές ο κρατικός αντιρατσισμός, δίπλα στον οργανωμένο αντιμουσουλμανισμό οι γιορτές της πολυπολιτισμικότητας. Αν στην ελλάδα, τα τελευταία 5 τουλάχιστον χρόνια, η ανοιχτά πολεμική διαχείριση της μετανάστευσης επιτελέστηκε ως μονόδρομος, αυτό έχει να κάνει τόσο με τα ήθη των ιθαγενών, όσο και με μια συγκεκριμένη στρατηγική για τη διαχείριση της κρίσης. Μέχρι το καλοκαίρι του ’14, αδυνατούμε να βρούμε σοβαρά ρήγματα που να αμφισβητούν το βασικό δόγμα της ανοιχτά πολεμικής διαχείρισης. Το τελευταίο μοιάζει ακαταμάχητο, λειτουργικό και τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Όμως, από εκείνο το σημείο και μετά, εμφανίζονται αρκετά στοιχεία που υποδηλώνουν τη διάθεση μιας ελαφριάς μετατόπισης. Δεν μας αφορά εδώ το γιατί: αν δηλαδή η τακτική μπούκωσε και γεννούσε πλέον μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που μπορούσε να λύσει ή αν είναι οι ευρύτερες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό που αντανακλώνται σ’ αυτήν τη μετατόπιση.
Μια πρώτη συμβολική κίνηση ήταν το καλοκαίρι ο δημόσιος στιγματισμός και η παύση της χρήσης του όρου «λαθρομετανάστης» από τους αξιωματούχους και τα media και η αντικατάστασή του με τον όρο «παράτυποι μετανάστες». Το αμέσως επόμενο διάστημα δημοσιεύονται πάνω στο θέμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης μια σειρά μελέτες και άρθρα από κρατικοδίαιτα thinktanks και οργανικούς διανοούμενους, που κινούνται σε μια πιο προχωρημένη γραμμή4: καταδεικνύουν, τόσο τις άθλιες συνθήκες των στρατοπέδων, όσο και τη μη-προσοδοφόρα λειτουργία τους, και προτείνουν πιο ορθολογικές προσεγγίσεις, που θα εμπεριέχουν ως απαραίτητο συστατικό την ανθρωπιστική μέριμνα. Ως συμπλήρωμα στην εμετική συνταγή, διάφοροι φορείς και μκο διοργανώνουν εκδηλώσεις «συμπάθειας» και «αλληλεγγύης», με αποκορύφωμα τη γιορτή που διοργανώνει η αστυνομία την περασμένη πρωτοχρονιά στην Αμυγδαλέζα.
Παράλληλα, εδώ και καιρό διαπιστώνουμε ότι οι μπάτσοι εμπλουτίζουν με νέες τακτικές τον τρόπο που διαχειρίζονται την εσωτερική ζωή του στρατοπέδου. Εστιάζουν στην πρόληψη, επεμβαίνουν με χειρουργικές επεμβάσεις, προκρίνουν τη διαπραγμάτευση και την έμμεση καταστολή. Η ήπια αντιμετώπιση της απεργίας πείνας του Νοεμβρίου και η μερική ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων της ήταν χαρακτηριστική. Αν, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι το κράτος προσπαθεί να λειάνει κάποιες γωνίες του θεσμού της διοικητικής κράτησης και ευρύτερα της μεταναστευτικής πολιτικής, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με μια μετατόπιση στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό που σχετίζεται με την αριστερή διακυβέρνηση. Οι νέες μέθοδοι που εισάγονται έχουν πρακτικό αντίκρισμα. Υπακούουν τόσο σε μια λογική προληπτικής αντιεξεγερτικής δράσης, όσο και σε μια εσωτερική ανάγκη εξορθολογισμού της λειτουργίας του στρατοπέδου. Άλλωστε, η επαναξιολόγηση και ο διαρκής εμπλουτισμός των μεθόδων είναι δομικό χαρακτηριστικό της αστυνομίας. Σε «περιοχές εξαίρεσης», όπως η διαχείριση του μεταναστευτικού, η ελευθερία που της παραχωρείται στο πεδίο εφαρμογής και ερμηνείας του νόμου, της δίνει τη δυνατότητα να πειραματίζεται σε τεχνικές σε μεγάλη κλίμακα∙ τεχνικές που διαρκώς επαναξιολογεί, βελτιώνει και ξαναδοκιμάζει. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμα και μια αποκήρυξη της ωμής αστυνομικής βίας, πέρα από το γεγονός ότι παραμένει ως δυνατότητα στο κρατικό οπλοστάσιο, δεν συνιστά απαραίτητα μια υποχώρηση. Όταν ο ανθρωποφύλακας τίθεται σε θέση συνδιαλλαγής με τους κρατούμενους επωφελείται πολλαπλά: μπορεί, πλέον, να διασπάσει το ενιαίο και αρραγές ενός ενδεχόμενου αγώνα, ενώ αντλεί γνώση για τον πληθυσμό των κρατούμενων, καθώς καταλογογραφεί πληρέστερα και συγκεντρώνει τα «βιογραφικά» των πιο δραστήριων προκειμένου να σπάσει τους θύλακες αντίστασης.
Συμπερασματικά, μια πιο φιλελεύθερη διαχείριση δεν σημαίνει την παύση του πολέμου ενάντια στους μετανάστες, αλλά τη συνέχισή του με πιο εκλεπτυσμένα μέσα. Στους καιρούς μας άλλωστε, μια απόλυτη διάκριση πολέμου και ειρήνης, αποκλεισμού και συμπερίληψης έχει καταστεί αδύνατη. Οι τεχνικές διακυβέρνησης και οι τεχνολογίες της μεταμοντέρνας κυριαρχίας έχουν φροντίσει γι’ αυτό. Η θέση μας σ’ αυτήν τη συνθήκη παραμένει αταλάντευτα διφυής: ενάντια στις κοινωνικές σχέσεις, την κουλτούρα και τους θεσμούς που παράγουν ως διαρκή δυνατότητα την (αντι)μεταναστευτική πολιτική και τα lager του 21ου αιώνα, και αλληλέγγυα στους μετανάστες/τριες και τους αγώνες τους. Η πρώτη πτυχή μας βοηθά να κρατάμε τα μυαλά και τις καρδιές μας στη θέση τους, να μην αφήνουμε το πολιτικό από τα μάτια μας, ειδικά σε καιρούς όπως η τωρινή πολιτική συγκυρία. Η δεύτερη μας βοηθά να σκεφτόμαστε πάνω στα προνόμιά μας, να ενεργοποιούμε την ενσυναίσθησή μας και να μην αδιαφορούμε για το υλικό αντίκρυσμα των αγώνων στην καθημερινότητα των μεταναστ(ρι)ών. Η πρακτική εμπειρία της δίκης για την εξέγερση της Αμυγδαλέζας μας δίδαξε ότι οι μικρές «νίκες» (όπως εν προκειμένω η αθώωση), ενώ μάλλον έχουν μικρή ονομαστική αξία, λόγω της φαυλοκυκλικότητας του μηχανισμού στον οποίο είναι εγκλωβισμένοι οι μετανάστες/τριες, δεν παύουν να έχουν μια άλλη αξία, μη μετρήσιμη ακριβώς. Δεν μας αφήνουν, ούτε τους μετανάστες, ούτε εμάς, να παραδοθούμε στη ματαιότητα και την απελπισία. Μας γεμίζουν κουράγιο, δύναμη και αυτοπεποίθηση.
Συνέλευση no lager
11/01/2015
Σημειώσεις
1. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση των κατηγορουμένων βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια των μπάτσων, οι οποίοι είχαν την δυνατότητα να συνεχίσουν τη διοικητική τους κράτηση, ακόμα και για άλλους 18 μήνες. Μια πιθανότητα η οποία μας φαινόταν σα μια πολύ λογική εξέλιξη.
2. Πιο αναλυτικά για τις καταθέσεις των συνηγόρων υπεράσπισης στις ανταποκρίσεις του δικαστηρίου στο site του nolager.
3. Ένα μέρος των κατηγορούμενων μεταναστών εκπροσωπήθηκε στη δίκη από το legalaid (νομική βοήθεια που παρέχει το κράτος σε περιπτώσεις κατηγορουμένων που δεν έχουν τη δυνατότητα για δικηγόρους). Αυτό συνέβη, είτε γιατί δεν στάθηκε δυνατό να επικοινωνήσουμε με όλους τους κατηγορούμενους το διάστημα πριν τη δίκη, ώστε να ενημερωθούν για τη δυνατότητα νομικής στήριξης από το nolager, είτε γιατί το επέλεξαν οι ίδιοι.
4. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ρ/σ «κόκκινο» για τη διαδήλωση αλληλεγγύης στους κατηγορουμένους που καλέστηκε από συλλογικότητες του α/α/α χώρου, ανάμεσα σ’ αυτές και το nolager. Το «κόκκινο» έκανε αναφορά σε διαδήλωση που καλούν αντιρατσιστικές και άλλες αριστερές οργανώσεις.
5. Περισσότερα πάνω στο θέμα στο κείμενο του nolager για την απεργία πείνας του Νοέμβρη: «Απεργώντας στην Αμυγδαλέζα: μεταξύ επιστημονικού αυταρχισμού και συμπονούντος φιλελευθερισμού»
……………………………………………………………………………………………………………………
Στις 3 Νοέμβρη 2014 ξεκινά η εκδίκαση της περσινής εξέγερσης των μεταναστών έγκλειστων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αμυγδαλέζας. Ένα ακόμη στρατοδικείο, μια ακόμη στιγμή της καθημερινά βιωμένης εμπειρίας χιλιάδων πληβείων στον ελλαδικό χώρο, μια ακόμη στιγμή πολέμου. Η 3η Νοέμβρη αποτελεί όμως και κάτι ακόμη, σίγουρα πιο σημαντικό: μια στιγμή που αναμετριόμαστε με το διακύβευμα της ζωντανής μνήμης∙ της μνήμης των ζωντανών, των εξεγερμένων μεταναστών, που το βράδυ του Σαββάτου της 10ης Αυγούστου 2013 αποφασίζουν να πυρπολήσουν το κολαστήριο της Αμυγδαλέζας για να το φωτίσουν και να φωτιστούν. Το βράδυ του Σαββάτου της 10ης Αυγούστου 2013, τα παιδιά με τις φωτιές στα χέρια τέμνουν διαγώνια την κοινή λογική. Δεν περιμένουν κανέναν να γράψει για το δίκαιο της εξέγερσής τους, να «αποκαλύψει» την αθλιότητα του στρατοπέδου συγκέντρωσης, να διαβάσει κείμενα και αναλύσεις για τη «βιοπολιτική διαχείρισή τους από το ελληνικό κράτος» ή για την «ταξική τους εκμετάλλευση». Οι εξεγερμένοι έγκλειστοι δεν μας περίμεναν. Δεν μας χρειάστηκαν. Και κυρίως δεν μας υπολόγισαν. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να τους καταλάβουμε…
Ένα χρόνο και κάτι μετά την εξέγερση στην Αμυγδαλέζα, 65 μετανάστες αντιμετωπίζουν βαριές-κακουργηματικές κατηγορίες, ενώ αρκετοί από αυτούς παραμένουν προφυλακισμένοι σε διάφορες φυλακές της επικράτειας. Ένα μικρό μέρος των υπόλοιπων κατηγορούμενων συνεχίζει να κρατείται διοικητικά (σε κέντρα κράτησης), κάποιοι μετανάστες είναι ελεύθεροι ή έχουν απελαθεί και 5 μετανάστες από αυτούς που απέδρασαν δε συνελήφθησαν ποτέ. Όλοι οι διωκόμενοι αρνούνται τις κατηγορίες που τους έχουν αποδοθεί: στάση κρατουμένων, επίθεση κατά προσώπων, απόδραση, επικίνδυνη απρόκλητη σωματική βλάβη, εμπρησμός, απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εξύβριση… Διάφορες συλλογικότητες, αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, καταλήψεις/στέκια και σύντροφοι/ισσες από την Αθήνα και την περιφέρεια αποφασίσαμε να στηρίξουμε πολιτικά, νομικά και υλικά τους κατηγορούμενους, ως αναπόσπαστο κομμάτι της αλληλεγγύης στους μετανάστες και τις μετανάστριες, της πολεμικής μας απέναντι στην ύπαρξη των στρατοπέδων, στις συνθήκες κράτησης, στον κυρίαρχο νομιμοποιητικό λόγο και στην καθημερινή βία – ανθρωποκυνηγητό που υφίσταται ο μεταναστευτικός πληθυσμός της κοινωνίας. Στόχος μας δεν είναι μονάχα η έμπρακτη αλληλεγγύη μας στο πρόσωπο των κατηγορούμενων, αλλά η επισήμανση της βαρύτητας που έχει αυτό το δικαστήριο σχετικά με τους αγώνες των ίδιων των μεταναστών -οι οποίοι αντιμετωπίζονται πάντα με τη μεγαλύτερη σκληρότητα (βλ. Μανωλάδα, απεργία πείνας στο κέντρο κράτησης της Κορίνθου κλπ.)- και η διασύνδεσή τους συνολικά με τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες των καιρών μας. Και η εξέγερση της Αμυγδαλέζας αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές αυτών των αγώνων.
Αφορμή για το εξεγερτικό γεγονός του ’13 αποτέλεσε η ανακοίνωση των μπάτσων προς τους κρατούμενους για την επέκταση του 12μηνου κράτησης σε 18 μήνες. Επτά μήνες μετά την εξέγερση, τον Μάρτιο του ’14, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) για λόγους «δημόσιου συμφέροντος, δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά και ατομικού συμφέροντος των ίδιων των μεταναστών/τριών», προτείνει (α) την περαιτέρω, πέραν του 18μηνου και για ουσιαστικά απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, διοικητική κράτηση, (β) την ποινικοποίηση της μη αναχώρησης απ’ τη χώρα (μέχρι τώρα αυτή θεωρείται διοικητική παράβαση) και (γ) την ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση του ασύλου. Η πρόταση του ΝΣΚ γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από την ΕΛΑΣ και εφαρμόζεται με «επιτυχία» ήδη τους τελευταίους 6 μήνες.
Τι έχει αλλάξει επομένως; Ένα χρόνο μετά την εξέγερση, 2 χρόνια μετά την εφαρμογή του Ξένιου Δία, 3 χρόνια μετά την επιχείρηση εξαφάνισης των μεταναστών από τους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας απ΄ τη Χρυσή Αυγή, 2 δεκαετίες στιγματισμού των μεταναστών στα μπουντρούμια της ΕΛΑΣ, στο Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη και στο Φυλάκιο του Έβρου, σε αποθήκες, γήπεδα και κατασκηνώσεις στην επαρχία, σε σχολές αστυφυλάκων ή στρατόπεδα, η κατάστρωση της αντι-μεταναστευτικής πολιτικής από το ελληνικό κράτος καταδεικνύει την στρατιωτικοποιημένη διαχείριση των μεταναστών/στριων. Τα σημερινά μεγέθη, σαφώς, δείχνουν μια συγκεκριμένη εικόνα της αθλιότητας του 2014 (υπολογίζεται ότι περίπου 8.000 μετανάστες χωρίς χαρτιά κρατούνται στα κέντρα και τα Α.Τ. ανά την επικράτεια τα δύο τελευταία χρόνια), ωστόσο ο καθημερινός πόλεμος στις πλάτες του κοινωνικού αυτού σώματος, το βίωμα του κέντρου κράτησης και η υποκειμενοποίηση του ως απελάσιμου-ευάλωτου-αναλώσιμου καταδεικνύουν τη συνθήκη που όριζε και θα ορίζει τη ζωή του, εφόσον περάσει τα σύνορα αυτής της χώρας. Και όλα τα παραπάνω, ένα χρόνο μετά την εξέγερση, δεν έχουν αλλάξει.
Τα σύγχρονα lager, ωστόσο, αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο. Αποτελούν μια πολύ συγκεκριμένη τεχνολογία πληθυσμιακής διαχείρισης, που στη βάση της «ασφάλειας» χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους μετανάστες ως επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη και υγεία, μπετονάρουν την εθνική και φυλετική καθαρότητα και ταυτόχρονα λειτουργούν παραγωγικά –ως φόβητρο πειθάρχησης– για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων καπιταλιστικών αναγκών, μέσω της ευέλικτης και φθηνής εργασίας τους. Τα κέντρα κράτησης εντός του αστεακού περιβάλλοντος είναι η υπενθύμιση στο εσωτερικό της πόλης για τις συνοριακές εκείνες ζώνες που αναπαράγουν και ανασυγκροτούν διαρκώς τους/τις μετανάστ(ρι)ες ως ξένους/ες, παρείσακτους/ες και εχθρούς/ές, και οι οποίες εκτείνονται από τα φυσικά όρια της χώρας ως το κέντρο της Αθήνας ή τον Άγιο Παντελεήμονα. Πρόκειται για ένα καλά μελετημένο σχέδιο, επιστημονικά τεκμηριωμένο, διεθνώς αναγνωρισμένο και ιστορικά επιβεβαιωμένο, για την αποτελεσματική διακυβέρνηση και διοίκηση ενός κράτους στις αρχές που ορίζει η αστυνομία και η επιστήμη της. Το πολιτικό περιβάλλον, σε συστοιχία με τις υλικότητες που το εμπεδώνουν, μπορεί τελικά εύκολα να περιγραφεί. Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από ένα νέο ολοκληρωτισμό, ένα κράτος ασφάλειας, ένα αστυνομικό κράτος σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι που ο ρατσισμός εμφανίζεται ως αυτό που είναι: πέρα από ιδεολογική εμμονή ορισμένων τύπων με τυπωμένη τη σβάστικα στο κούτελο, κάτι ακόμη πιο πλούσιο. Γιατί αν και ο ρατσισμός ενέχει ένα πολύ βαρύ ιδεολογικό στίγμα στο επίπεδο των συμβολισμών (φυλετισμός, ανωτερότητα της λευκής φυλής, αρρενωπότητα, ευγονισμός, τεχνολογικός ντετερμινισμός), αποτελεί επίσης μια συγκεκριμένη «τεχνική διακυβέρνησης», μια τεχνολογία απτή, υλική, ορθολογική. Και η προσέγγιση αυτή είναι ο τρόπος για να μη χάνουμε την βαθιά ωφελιμιστική διάστασή του εντός της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Τα κέντρα κράτησης συνιστούν εργαστήρια παραγωγής υποτίμησης, τόσο για όσους έχουν φυλακιστεί, όσο και για όσους θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να είναι στη θέση τους. Ο ρατσισμός και οι υλικές του αποτυπώσεις παράγουν την κυρίαρχη αναπαράσταση της εικόνας του μετανάστη: είτε ως «θύτη» (απ’ την πλευρά της δεξιάς) που εισβάλει επιθετικά στο εθνικό/φυλετικό σώμα, είτε ως «θύμα» (απ’ την πλευρά της αριστεράς), ως «κακόμοιρος συνάνθρωπος» που χρήζει φροντίδας. Και στις δύο περιπτώσεις η διάκριση από το κοινωνικό σώμα (το οποίο συνεχίζει, παρόλα αυτά, να συγκροτείται στη βάση της εθνικής και πολιτισμικής σταθερότητας), καθιστά τη φιγούρα του μετανάστη ως «πρόβλημα», το οποίο η κοινωνία καλείται να «λύσει», λες και πρόκειται για μαθηματική σχέση ή λογιστικό λάθος.
Το βράδυ του Σαββάτου της 10ης Αυγούστου του 2013, στο μεγαλύτερο και πιο διαφημισμένο κέντρο κράτησης της Ελλάδας, στην Αμυγδαλέζα, κάηκε αυτή η εικόνα. Οι μετανάστες, ιστορικά υποκείμενα μιας ταξικής κοινωνίας, υπενθύμισαν ότι ο κόσμος δεν κερδίζεται με προσευχές, ότι η τάξη των καταπιεσμένων μπορεί να αντεπιτεθεί ακόμη και υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες, κόντρα στην εντύπωση μιας διαφαινόμενης ήττας. Ήταν μάθημα για τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες των τελευταίων ετών που βυθίστηκαν στην εσωστρέφεια και την ηττοπάθεια, παρά τις προσπάθειες να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες. Η αμέριστη αλληλεγγύη μας στους διωκόμενους μετανάστες για την εξέγερση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αμυγδαλέζας είναι μια ελάχιστη κίνηση για όσα μας δίδαξαν εκείνο το βράδυ όλοι οι έγκλειστοι. Είμαστε και θα είμαστε ευγνώμονες και στο πλευρό τους.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΩΚΟΜΕΝΩΝ
ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΟΥΜΕ ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
Συνέλευση No Lager
Οκτώβριος ’14
ΠΟΡΕΙΑ: Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014
πλατεία Βικτωρίας 6 μ.μ.
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ: Δευτέρα 3 Νοεμβρίου
πρωτοδικείο Δέγλερη 9 π.μ.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Περί στρατοπέδου συγκέντρωσης μεταναστών στο Λοιμωδών και άλλων δαιμονίων…
Στις 15 Φλεβάρη του 1999 έγινε μια απόπειρα μεταφοράς στο “Λοιμωδών” όλων των Κούρδων προσφύγων που είχαν κατασκηνώσει επί μήνες στην πλατεία Κουμουνδούρου στο κέντρο της Αθήνας. Τα πούλμαν που μετέφεραν τους πρόσφυγες με τη συνοδεία της αστυνομίας μπλοκαρίστηκαν στην είσοδο του “Λοιμωδών” από εκατοντάδες Αιγαλιώτες που δεν επιθυμούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή. Ο…προοδευτικός τότε δήμαρχος Αιγάλεω Γιάννης Μυστακόπουλος, βρέθηκε στην “πρώτη γραμμή” του “αγώνα” αντιπροσωπεύοντας το αγανακτισμένο πλήθος με μια επιχειρηματολογία που πρόκρινε το ενδιαφέρον για τους πρόσφυγες αφού στιγμάτιζε τις άθλιες κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες δεν προσφέρονταν επουδενί για την φιλοξενία οποιουδήποτε. Η πρόκριση αυτή, ωστόσο, αποτέλεσε απλώς το ψευτοανθρωπιστικό πρόσχημα ενός πλήθους που στην συντριπτική του πλειονότητα έχυνε το ρατσιστικό του δηλητήριο στα πηγαδάκια. Κάποιοι από μας που προσπαθήσαμε να αρθρώσουμε εναντιωματική επιχειρηματολογία σε αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε στο χείλος του λιντσαρίσματος. Ο ρατσισμός αδιαφορούσε για τα ανθρωπιστικά προσχήματα των πολιτικάντηδων και κυριαρχούσε στην παγερή οργή του πλήθους.
Σήμερα το πρωί η εξουσία στο πλαίσιο ενός οργανωμένου σχεδίου πια -κι όχι μιας σπασμωδικής ενέργειας- επαναφέρει το εγχείρημα: στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών στο “Λοιμωδών”. Μερικές δεκάδες ατόμων εμπόδισαν τις μπουλντόζες, κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι εμφανίστηκαν μπροστάρηδες, υπάρχει ένα κάλεσμα στις 5μμ για δημοτικό συμβούλιο των τριών περιμετρικών δήμων έξω από το ” Λοιμωδών” και επιπλέον “μαζικοί φορείς” της πόλης καλούν σε συγκέντρωση στο ίδιο σημείο το απόγευμα στις 6.30μμ
Η προσπάθεια να διατυπωθούν με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά της αντίδρασης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι αδιαμφισβήτητη. Υπάρχει, ωστόσο, το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που εκφράστηκε και τον χειμώνα του 1999: τα ρατσιστικά κίνητρα της πλειονότητας των αντιδρώντων να καλυφτούν πίσω από μια αντιρατσιστική επιχειρηματολογία. Το ζήτημα είναι βούτυρο στο ψωμί των φασιστικών συμμοριών (ήταν εμφανής εξάλλου σήμερα το πρωί η ανιχνευτική παρουσία μιας παρέας από δαύτους) που έχουν τις εξής επιλογές:
-
να συμμετάσχουν στις συγκεντρώσεις ανεξαρτήτως της πρόθεσης των διοργανωτών και χωρίς τα “διακριτικά” τους με σκοπό να ψαρέψουν τις διαθέσεις για μια εκ των υστέρων διοργάνωση αντιδράσεων με σαφή ρατσιστικά κίνητρα. Η προπαγανδιστική τους δουλειά σε αυτή την περίπτωση θα είναι ένας λόγος ενάντια στα κόμματα και τις παρατάξεις που πολιτικοποιούν την αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση στα γκέτο μεταναστών.
-
να μην συμμετάσχουν στις αντιδράσεις και να προχωρήσουν απευθείας σε δικές τους κινήσεις. Σε αυτή την περίπτωση θα κάνουν δουλειά στις γειτονιές περιφερειακά του “Λοιμωδών” καλώντας τον κόσμο σε δυναμική αντίδραση για την αποτροπή μεταφοράς μεταναστών στο στρατόπεδο συγκέντρωσης σύμφωνα με το μοντέλο της Κορίνθου (όπου πρωτοστάτησε ο εκ των υστέρων “πασόκος” και διαγραμμένος σήμερα βουλευτής της ΧΑ Μπούκουρας)
Δική μας επιλογή είναι η ενεργητική παρουσία σε κάθε περίπτωση. Γνωρίζουμε από τη μία μεριά τα προεκλογικά παιχνίδια που παίζονται ιδιαίτερα αυτούς τους μήνες, την άντλησηn πολιτικής υπεραξίας από κοινωνικά ζητήματα προκειμένου να επανδρωθούν οι κομματικοί μηχανισμοί και η εκλογική πελατεία. Η παρουσία μας στις συγκεντρώσεις θα είναι φροντισμένη ούτως ώστε να μην χρησιμοποιηθούμε ως πλάτη ή ποσοτική ενίσχυση σε προεκλογικά παζάρια. Το ζήτημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών έχει ένα βεληνεκές πολύ πιο πέρα από την πλήρως αναποτελεσματική αριστερή ρητορεία που έχει εργαλειοποιήσει την υπόθεση στα στενεμένα της καθεστωτικά πολιτικά σχέδια.
Από την άλλη μεριά, η παρουσία μας και στις συγκεντρώσεις αλλά και στην όλη ιστορία δεν θα επιτρέψει ούτε την εξόφθαλμη ούτε την υποβόσκουσα ρατσιστική “επιχειρηματολογία”, δεν θα επιτρέψει στις μισάνθρωπες προσβολές να μολύνουν την πόλη μας.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών δεν πρόκειται να γίνει. Γιατί, απλώς, είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης. Που θέλει να πνίξει κάθε σώμα με τα συρματοπλέγματά του.
Αναδημοσίευση από το site της κατάληψης Σινιάλο
………………………………………………………………………………………..
Κείμενο των 11 συλληφθέντων της παρέμβασης ενάντια στον “ξένιο δία” και τα κέντρα κράτησης μεταναστών/τριών
Όταν το Σάββατο 28/12/13 ξεκινήσαμε για μια πολιτική παρέμβαση σε σταθμούς του ησαπ ενάντια στα κρατικά πογκρόμ του “ξένιου δία” και τα κέντρα κράτησης μεταναστών/τριών γνωρίζαμε εξ’ αρχής ποιους έχουμε απέναντί μας. Ένα κράτος που διαρκώς ρέπει προς τον ολοκληρωτισμό και εφαρμόζει μια ρατσιστική μεταναστευτική πολιτική που διεξάγεται με όρους στρατιωτικής επιχείρησης. Μια αστυνομία, η οποία όχι μόνο απολαμβάνει νόμιμα υπερεξουσίες, αλλά έχει και το de facto δικαίωμα να υπερβαίνει το νόμο όπου και όποτε γουστάρει. Εκείνο το εκφασισμένο/ρατσιστικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο, καθώς συντονίζεται με τις κρατικές πολιτικές, θεωρεί πως χωρίς κανένα κόστος μπορεί να λέει και να κάνει το οτιδήποτε ενάντια στους μετανάστες.
Γνωρίζαμε, επίσης, με ποιους και ποιες θέλουμε να συναντηθούμε. Εκείνους τους ανθρώπους που νιώθουν την ανάγκη της αντιπαράθεσης με τη βαρβαρότητα που εξαπλώνεται, όσο και αυτούς/ες που λόγω θέσης δέχονται με μεγαλύτερη ένταση τη βία της. Γι’ αυτό και μερικές συλλογικότητες της περιοχής και του ευρύτερου κέντρου αποφασίσαμε να συνδιοργανώνουμε μια σειρά ανάλογων παρεμβάσεων που καταλήγουν σε μια διαδήλωση στις 11/1/14. Γι’ αυτό φροντίσαμε τα κείμενα, οι αφίσες, τα τρικάκια που είχαμε μαζί μας να είναι σε 7 διαφορετικές γλώσσες. Γι’ αυτό και επιλέξαμε τις πολυφυλετικές γειτονιές των πατησίων, του αγ. νικολάου, της βικτώριας ως το πεδίο δράσης μας. Γειτονιές όπου καθημερινά διεξάγεται ένα πραγματικό ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας με στόχο τους μετανάστες και όπου η ιερή συμμαχία μπάτσοι-φασίστες-μαφία-ρατσιστικές επιτροπές κατοίκων έχει γράψει τις λαμπρότερες σελίδες της πρόσφατης ιστορίας της. Πογκρόμ, ρατσιστικές επιθέσεις, επέκταση της μαφίας, διαρκείς αστυνομικοί έλεγχοι, προσαγωγές και συλλήψεις με κριτήριο το χρώμα, βασανιστήρια στα τμήματα…
Εκείνο όμως που δεν γνωρίζαμε εκείνο το μεσημέρι ήταν ότι πολύ σύντομα εμείς οι ίδιοι/ες θα ερχόμασταν αντιμέτωποι/ες με αυτήν ακριβώς τη συνθήκη ενάντια στην οποία είχαμε αποφασίσει να δράσουμε, ότι μέσα σε λίγες ώρες θα τους συναντούσαμε σχεδόν όλους κατά πρόσωπο, εχθρούς και φίλους.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στο σταθμό του αγ. νικολάου, καθώς εξελίσσεται η προπαγάνδιση της διαδήλωσης ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις επιχειρήσεις του “ξένιου δία”, περίοικοι, γνωστοί για τη ρατσιστική τους δράση στην περιοχή, επιχειρούν να επιτεθούν αρχικά λεκτικά και στην συνέχεια με ξύλινο κοντάρι σε συντρόφους – προφανώς διαφωνώντας με το περιεχόμενο όσων μοιράζονταν – και αντιμετωπίζονται. Στην πλ. βικτωρίας ομάδες “δίας” και “δέλτα”, και ενώ συνεχίζεται το μοίρασμα, μας επιτίθενται και συλλαμβάνουν 12 άτομα, μεταξύ των οποίων και έναν άσχετο με την παρέμβαση, που περίμενε στην αποβάθρα το τρένο για τον πειραιά. Η σύλληψη εξελίσσεται με την γνωστή ευγένεια και τυπικότητα που χαρακτηρίζει τους έλληνες μπάτσους και οι 12 παίρνουμε το καράβι για τη ΓΑΔΑ. Μετά την πολύωρη παραμονή στο τμήμα “αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας”, τις διαπιστεύσεις και την γλυκιά παρεούλα με τους μονοκύτταρους των “δίας” και “δέλτα” μας οδηγούν στην άσπρη τζαμαρία για αναγνώριση. Λίγο αργότερα μας ανακοινώνουν ότι έχουμε συλληφθεί. Αποτυπώματα, ξανά αναμονή και κοντά στα μεσάνυχτα οι δικηγόροι μας παρουσιάζουν το κοστουμάκι που πρόχειρα ράφτηκε για μας στα γραφεία της κρατικής ασφάλειας: κάμποσα κακουργήματα για όλους και κάποιοι αναγνωρισμένοι ως φυσικοί αυτουργοί της “απόπειρας βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης”. Η γελοιότητα της όλης υπόθεσης απογειώνεται, όταν ανάμεσα στους αναγνωρισμένους από τα “θύματα” της επίθεσης βρίσκεται και ο άσχετος που περίμενε το τρένο.
Με τα πολλά καταλήξαμε στα κρατητήρια. Εκεί, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώσαμε ότι το κρατητήριο της ΓΑΔΑ, όπως και τα περισσότερα τμήματα της χώρας, λειτουργεί ως άτυπο κέντρο κράτησης μεταναστών “χωρίς χαρτιά”. Τις δυο μέρες που μείναμε εκεί γνωρίσαμε ανθρώπους από ασία και αφρική που κρατούνται για μήνες χωρίς να έχουν τελέσει κάποιο ποινικό αδίκημα και γυναίκες ρομά, θύματα των επιχειρήσεων “καλλωπισμού” του κέντρου της αθήνας. Ανθρώπους στους οποίους αρνούνται στοιχειώδη δικαιώματα που οι περισσότεροι από εμάς ως “έλληνες πολίτες” απολαμβάνουμε ακόμα και από τη θέση του κρατούμενου ή του κατηγορούμενου. Ορισμένοι ήταν ήδη 6 μήνες σε διάφορα τμήματα και οι περισσότεροι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν πολύ βασικά στοιχεία για το μέλλον που τους επιφυλάσσεται. Ούτε για το πού και πόσο θα κρατηθούν, ούτε για το αν και πότε θα απελαθούν. Άνθρωποι που παρ’ όλα αυτά ξέρουν να μένουν αξιοπρεπείς και χαμογελαστοί. Μοιραστήκαμε τα λίγα πράγματα που μας επιτρέπονταν εκεί μέσα, ανταλλάξαμε εμπειρίες και απόψεις, αποχωριστήκαμε με συγκίνηση και επιβεβαιώσαμε πως η αλληλεγγύη και το βίωμα της κοινής θέσης είναι αυτό που δίνει δύναμη και κουράγιο μέσα σε εκείνο το ζόφο.
Την κυριακή το πρωί πηγαίνουμε στη σήμανση και στη συνέχεια περνάμε εισαγγελέα. Εκεί το παραφουσκωμένο κατηγορητήριο των μπάτσων μετατρέπεται σε δυο πλημμελήματα – “επικίνδυνες σωματικές βλάβες”, “αντίσταση κατά της αρχής” – και ξαναπερνάμε την τυπική διαδικασία μέχρι να επιστρέψουμε στα κρατητήρια. Όμως αυτή τη φορά κάτι δεν πάει καλά. Ενώ σε όλους μας παραδίδονται οι ταυτότητες, στο σύντροφο E.M., που είναι αλβανικής καταγωγής, του κρατάνε το διαβατήριο χωρίς να μας εξηγούν το λόγο, πράγμα που μας βάζει σε υποψίες. Παρά τις διαμαρτυρίες μας, το ίδιο συμβαίνει και το επόμενο πρωί λίγο πριν ξεκινήσουμε για τα δικαστήρια. Στην αίθουσα του δικαστηρίου πια, μέχρι να αρχίσει η διαδικασία, μαθαίνουμε από τους δικηγόρους ότι για τον σύντροφό μας υπάρχει εντολή κράτησης από την αστυνομία με σκοπό την απέλαση. Προφανώς, οι μπάτσοι ενεργοποιούν τη διάταξη που υφίσταται στον καινούργιο μεταναστευτικό κώδικα, η οποία τους δίνει το δικαίωμα να κρατάνε και να απελαύνουν μετανάστες, εφόσον οι ίδιοι κρίνουν ότι αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Είναι η ίδια περίπτωση με τους δύο μικροπωλητές από την ΑΣΟΕΕ, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι αθωώθηκαν από το δικαστήριο, συνεχίζουν να κρατούνται στο Α.Τ. εξαρχείων.
Το δικαστήριο αποφασίζει την αναβολή της δίκης για τις 8/1/14 και μας αφήνει ελεύθερους. Παρ’ όλα αυτά, οι μπάτσοι επιμένουν στην κράτηση του συντρόφου. Οι σύντροφοι/ισσες που βρίσκονται στην αίθουσα με την μαχητική τους στάση προσπαθούν να αποτρέψουν την όλη διαδικασία. Επικρατεί αναστάτωση, η έδρα βρίσκεται σε αμηχανία καθώς εγκαλείται από το ακροατήριο, η δύναμη της αστυνομίας που βρίσκεται στην αίθουσα χάνει τον έλεγχο, ενώ τελικά χρειάζεται η παρέμβαση των ματ για να ολοκληρωθεί η απαγωγή του συντρόφου. Στη συνέχεια, ο Ε.Μ. οδηγείται στα κολαστήρια της πέτρου ράλλη, όπου ταλαιπωρείται μια μέρα μέχρι την απελευθέρωσή του το επόμενο μεσημέρι. Μια σημείωση μόνο για την συνθήκη που επικρατεί εκεί: μεγάλο μέρος των έγκλειστων δήλωναν ότι θα προτιμούσαν να βρίσκονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως η αμυγδαλέζα, παρά στη μαύρη τρύπα του “αλλοδαπών”. Λίγο νωρίτερα στη ΓΑΔΑ κρατούμενοι μας είχαν πει την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – ιστορία: καλύτερα εδώ, παρά στο Α.Τ. του άγιου παντελεήμονα… Μεταξύ κόλασης και κόλασης.
Παρά την ταλαιπωρία που υποστήκαμε και το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε κατηγορίες, από αυτή την εμπειρία βγαίνουμε πιο δυνατές και δυνατοί. Και αυτό το οφείλουμε πρώτα απ’ όλα σε όλες τις συντρόφισσες και τους συντρόφους που αγκάλιασαν τον αγώνα μας, που βρέθηκαν το σάββατο το βράδυ και τη δευτέρα το απόγευμα έξω από τη ΓΑΔΑ, την κυριακή και τη δευτέρα στα δικαστήρια, την τρίτη το πρωί στην πέτρου ράλλη. Το οφείλουμε στα αμήχανα βλέμματα των μπάτσων, όταν κάθε προσπάθειά τους να μας σπάσουν σε μονάδες έπεφτε στο κενό. Το οφείλουμε, τέλος, σε εκείνους τους κρατούμενους, μετανάστες ή μη, που, παρά το γεγονός ότι έχουν πιαστεί στα δίχτυα της μηχανής, υπό τις πιο δυσμενείς συνθήκες, παραμένουν αξιοπρεπείς, μαχητικοί και ανθρώπινοι.
Από εδώ και στο εξής, συνεχίζουμε πιο σίγουροι/ες για τις επιλογές μας, πιο αποφασισμένοι/ες για τη σημασία τους σε τούτη τη δυστοπία. Γιατί χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο για να γκρεμίσουμε τα τείχη που χωρίζουν εμάς από τους άλλους.
2/01/2014
……………………………………………………………………………………………
Από την πατησίων ως την αμυγδαλέζα ο “ξένιος δίας” είναι πόλεμος
Αναδημοσίευση από το site του no lager
Κείμενο της συνέλευσης no lager που μοιράστηκε στην πορεία της 11/01/2014
Τα σύνορα της ελλάδας δεν βρίσκονται μόνο στον έβρο ή στα υπόλοιπα εδαφικά της όρια. Για τους μετανάστες και τις μετανάστριες τα σύνορα αυτά βρίσκονται σε ολόκληρη την ελλαδική επικράτεια και δεν μπορούν ποτέ να τα διαβούν ολοκληρωτικά. Εμπόδιο σε αυτό είναι ένα δίκτυο σημείων ελέγχου που όλο και πυκνώνει, ένα σύνολο τειχών και συρματοπλεγμάτων που όλο και περισσότερο υψώνεται, ένα σύμπλεγμα εγκλεισμών κι αποκλεισμών που συνεχώς απλώνεται. Και όλα αυτά οργανώνονται από ένα στρατιωτικοποιούμενο μηχανισμό ρύθμισης, καταστολής κι εκμετάλλευσης (αστυνομία, στρατός, συνοριοφύλακες και λιμενικοί, μαφία, φασίστες) και ρατσιστικού στιγματισμού και διαχείρισης (μκο, μμε) που εργάζεται προς την κατασκευή και τη διατήρηση μιας συνθήκης που θέλει τους/ις μετανάστες/τριες αποκλεισμένους/ες. Αυτός ο αποκλεισμός είναι ταυτόχρονα όμως και ο μόνος τρόπος να ενταχθούν στο κοινωνικό σώμα: ως απόλυτα υποτιμημένες ζωές, στο μεταίχμιο μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας, ελέγχου και εγκλεισμού, οριακής επιβίωσης και θανάτου, προσμονής-ελπίδας και ματαίωσης-απόγνωσης.
Εδώ και είκοσι χρόνια, με στρατηγικό όχημα την παρανομοποίηση της μετανάστευσης και με κεντρική ιδεολογία τον κίνδυνο για την εθνική συνοχή και την ασφάλεια, οι ζωές των μεταναστών/τριών θεωρούνται ανάξιες να βιωθούν, όχι μόνο από τους κυρίαρχους αλλά και από ηθικά και πολιτισμικά εξαχρειωμένους υποτελείς. Αυτό που γινόταν σε όλη την ελλάδα για δεκαετίες, άλλοτε υπόγεια κι αόρατα και άλλοτε όχι και τόσο, τώρα θεσμοποιείται, οργανώνεται, αναβαθμίζεται ποιοτικά και ποσοτικά, αποκτά όνομα και μεταμορφώνεται στην νέα κανονικότητα, με την οποία όλοι πρέπει απαρέγκλιτα να συμμορφώνονται αν δεν θέλουν να αντιμετωπιστούν με παρόμοιες μεθόδους. Έτσι, ειδικά οι γειτονιές γύρω από την Πατησίων όπου κατοικούν πολλοί μετανάστες/τριες γίνονται τόποι διαρκούς αστυνομικού ελέγχου, μιας συνεχούς επιθετικής αστυνομικής επιχείρησης η οποία στην περίπτωση των μεταναστών/τριών παίρνει το κυνικό όνομα «Ξένιος Δίας», ενώ υπήρξε και η αντίστοιχη για τους τοξικοεξαρτημένους και άστεγους του κέντρου με την ονομασία «Θέτις». Αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση κάποιας συγκεκριμένης παράβασης. Απεναντίας, παρεμβαίνουν προληπτικά και ρυθμιστικά με μεθόδους στρατιωτικής κατοχής: στρατοπέδευση στο κέντρο τεράστιων αστυνομικών δυνάμεων, βαρύς οπλισμός, συνεχείς εποχούμενες περιπολίες και έλεγχοι, μαζικές προσαγωγές και συλλήψεις, διασπορά των συλληφθέντων σε διάφορους χώρους εγκλεισμού, από τα αστυνομικά τμήματα και τις φυλακές μέχρι τα επίσημα κέντρα κράτησης, όπου κρατούνται για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα εκτός ποινικού δίκαιου, στο έλεος μιας εκτελεστικής εξουσίας που δεν δεσμεύεται από τα τυπικά νομικά όρια. Με την παραπάνω πολιτική συντονίζονται ρατσιστικές – φασιστικές επιτροπές κατοίκων που βαυκαλίζονται πως μιλούν στο όνομα της εκάστοτε γειτονιάς και προσπαθούν να επιβάλουν σε αυτή ένα καθεστώς τρομοκρατίας (με πιο γνωστή περίπτωση αυτή στον Άγιο Παντελεήμονα).
Άλλωστε, σε ένα καθεστώς γενικευμένης αστυνομικής διακυβέρνησης, όπου η αστυνομία έχει την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει απευθείας στο κοινωνικό πεδίο επιβάλλοντας όχι απλώς το νόμο αλλά μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων, η διαχείριση των μεταναστών/τριών αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης γι’ αυτήν. Και η αστυνομία δρα ολοένα και περισσότερο στα όρια της τυπικής νομιμότητας, σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ επιβολής του νόμου και παράβασής του, μια παράβαση που προλειαίνει το έδαφος για την αυριανή επέκταση του νόμου. Η αστυνομία δρα έτσι όπως δρα όχι λόγω της πολιτικής της εξουσίας (του υπ. δημ. τάξης) ούτε λόγω των πολιτικών τοποθετήσεων όσων την στελεχώνουν (φασιστικων στην πλειοψηφία τους), αλλά επειδή δομικα ενσαρκώνει μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης και επειδή σήμερα, υπό το φόβητρο της πανταχού παρούσας κρίσης, το τι είναι αποδεκτό και επιτρεπτό διολισθαίνει όλο και περισσότερο από τη βουλή και τις έδρες των δικαστηρίων εκεί όπου πάντοτε ρίζωνε: στις κάννες των αστυνομικών όπλων.
Η διαχείριση αυτή στοχεύει βέβαια στην πειθάρχηση και την «επισφαλειοποίηση» της ζωής των μεταναστών/τριών, στην εσωτερίκευση του φόβου που φτάνει ενίοτε στο σημείο να αποφεύγουν ακόμη και να κυκλοφορήσουν. Μιλάμε για μια τεχνική διακυβέρνησης που, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιεί την «εικονική νομιμότητα», με την έννοια ότι, αν δούμε τις αναφορές και τις στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. για την πρόοδο της επιχείρησης «Ξένιος Δίας», από τους μετανάστες και τις μετανάστριες που προσάγονται από τους δρόμους της Αθήνας ελάχιστοι/ες δεν έχουν καθόλου χαρτιά και επομένως κρατούνται για διοικητικούς λόγους κι ακόμα λιγότεροι/ες διώκονται τελικά για κάποιο ποινικό αδίκημα. Βλέπουμε δηλαδή εδώ ότι δεν ενδιαφέρει τόσο η αποτελεσματικότητα της «πάταξης της λαθρομετανάστευσης και του εγκλήματος» όσο ο διαρκής μηντιακός λόγος γύρω από το ζήτημα «μετανάστες στο κέντρο της πόλης» και η καθημερινή, διαρκής και πανταχού παρουσία της αστυνομίας ως υποτιθέμενου αντεγκληματικού μηχανισμού• μάλλον η διαχείριση της αταξίας και της ανεξέλεγκτης κίνησης παρά αυτή καθεαυτή η καταστολή της παρανομίας• μάλλον η διάδοση του ηθικού πανικού παρά η αποτροπή του• μάλλον η διακυβέρνηση μέσω του φόβου παρά η εμπέδωση ενός αισθήματος ασφάλειας.
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν συμβαίνουν σε κοινωνικό κενό• απεναντίας λαμβάνουν χώρα σε μια έντονα πολωμένη κοινωνική συνθήκη. Από τη μία, όσοι συναινούν στον εκφασισμό, είτε με το να κάθονται απαθείς και αμέτοχοι, κοιτάζοντας τη δουλειά τους, είτε με το να τον στηρίζουν έμπρακτα. Και αυτή η στήριξη γίνεται με χίλιους τρόπους: από τα υποτιμητικά βλέμματα στο δρόμο, την εκμετάλλευση των μεταναστών/τριών στις χειρότερες των εργασιών και υπό τις χειρότερες των συνθηκών, την επίμονη απαίτηση από το κράτος να τους «μαντρώσει», να τους καταστείλει ή να τους εκδιώξει από τη χώρα, μέχρι και τη στελέχωση των νεοναζιστικών συμμοριών.
Από την άλλη πλευρά, αυτοί που τους γυρίζει το μάτι κάθε φορά που γίνονται μάρτυρες μαζικών προσαγωγών και ρατσιστικών συμπεριφορών στην ίδια τους τη γειτονιά, που βλέπουν στους/ις μετανάστες/τριες τα ταξικά τους αδέρφια, που ασφυκτιούν μες στη νέα κανονικότητα που χτίζεται στο κέντρο της αθήνας και όχι μόνο, που δεν ανέχονται να ζουν σε μια κοινωνία η οποία επιτρέπει την κράτηση ανθρώπων με μοναδική αιτιολογία το γεγονός ότι στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων, που για όλους τους λόγους του κόσμου νιώθουν την ανάγκη να βρεθούν στο πλάι άλλων αγωνιζόμενων ανθρώπων -είτε αυτοί βρίσκονται στην Αμυγδαλέζα είτε στο Φυλάκιο Έβρου είτε έξω από την ΑΣΟΕΕ- και να αντιπαρατεθούν στη σύγχρονη βαρβαρότητα.
Να αντισταθούμε στον εκφασισμό
Κοινός αγώνας ντόπιων και μεταναστών/τριών, εντός και εκτός των τειχών
Μέχρι την απελευθέρωση και του τελευταίου μετανάστη/τριας από τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Ιανουάριος 2014